Ο εγκέφαλος προσπαθεί να ξεδιψάσει την ψυχή μου με το δροσερό αθάνατο νερό των αναμνήσεων.
Με λένε Μαρία και είμαι η ηρωίδα αυτής της ιστορίας. Κάθομαι μέσα στο μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι μου, στην άκρη της αγοράς, κοιτάζω έξω τους περαστικούς που πηγαινοέρχονται.. σκέπτομαι και περιμένω. Περιμένω κάποιον δικό μου που πήγε να ψωνίσει χωρίς εμένα. Συλλογίζομαι την ζωή μου. Ποια είμαι; Τι έκανα; Ένα σωρό απαντήσεις ξεχειλίζουν μέσα μου.
Ποια η καταγωγή μου; Ποιες οι ρίζες μου; Η χώρα μου; Ποια η πίστη μου; Τι φοβερό πολιτισμό σηκώνω στις πλάτες μου αναρωτήθηκα. Τι αγώνες για ελευθερία, φιλοσοφία, βυζάντιο και σαφώς ορθοδοξία. Ο Χριστιανισμός έδωσε σε εμένα και τους προγόνους μου λαμπρή ποιότητα ζωής. Και η ορθοδοξία με τα ήθη και έθιμα έδινε κίνητρο για γιορτή την κάθε μέρα ξεχωριστά.
Οι ποιητές, οι συγγραφείς της χώρας μου με γαλούχησαν στην ελληνική παιδεία. Ακόμα θυμάμαι τα λόγια του Παπαδιαμάντη, του Σεφέρη, του Παλαμά, του Καρκαβίτσα, του Μακρυγιάννη, του Σολωμού και άλλων πολλών. Τι ωραία που ήταν τα παιδικά μου χρόνια!!
Κάθε εποχή, με την βοήθεια της πίστεως, το σπίτι γέμιζε φωνές, χρώματα και μυρωδιές..
Το Πάσχα τα τσουρέκια στο φούρνο και τα λαμπριάτικα κουλουράκια που πήγαιναν οι νοικοκυρές μέσα στα μαύρα από το ψήσιμο ταψιά, μοσχομύριζαν από χαλέπι και κανέλα την γειτονιά. Τα κόκκινα αυγά , λαμπάδες και φαναράκια, μας περίμεναν στη σειρά πάνω στο χειροποίητο τραπεζομάντηλο της μαμάς. Παντού λαμπρή. Στο σπίτι μας, στη καρδιά μας, στη φύση. Στα τιτιβίσματα των χελιδονιών που έφτιαχναν τις φωλιές τους στα μπαλκόνια και στις στέγες των σπιτιών μας. Α! να μην ξεχάσω τις προσδοκίες μου σαν παιδί. Καινούριο φόρεμα και άσπρα χειροποίητα πεδιλάκια που μου είχαν πάρει τα μετρά λίγες μέρες πριν ο τσαγκάρης ο κυρ Χρίστος της γειτονιάς. Όλα έτοιμα από την τεσσαρακοστή. Ήρθε επιτελούς η Μ. Παρασκευή. Ω! πόσο καμάρωνα! Νταν! Νταν! χτυπούσαν οι καμπάνες του Αγίου Παντελεήμονος, κι εγώ έτρεχα να στολίσω τον επιτάφιο. Με ένα πανέρι στο χέρι γύριζα όλες τις γειτονίες να μαζέψω λουλούδια για τον στολισμό. Ζουμπούλια και βιόλες, τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα, πάπιες και γλαδιόλες, μπόλικο δενδρολίβανο και λεβάντα για τα βάζα της εκκλησιάς. Τα ρουθούνια μου γέμιζαν ευωδιές και λιβάνι από το θυμιατήρι του παπά και η μεγάλη βδομάδα έφευγε πένθιμη και συννεφιασμένη και ερχόταν η χαρά. Χριστός Ανέστη φώναζαν τρέχοντας τα παιδιά. Αληθώς Ανέστη ο Κύριος οι μεγάλοι που έβλεπαν την ζωή τους εδώ να τελειώνει, η χαρά και η ελπίδα γέμιζε τα πρόσωπά τους και ψιθύριζαν τέρμα ο θάνατος. Άρατε πύλες!" Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν. 'Αδου την καθαίρεσιν άλλης βιοτης της αιωνίου απαρχήν ". Τι χαρά!!! Ανταλλάζαμε το φιλί της ζωής και της αγάπης. Η Άνοιξη ξεχυνόταν παντού στη φύση. Και η ομορφιά γέμιζε χαρά και υγεία τα σώθηκα μου. Χωρίς αγάπη και Θεό όλα είναι τίποτα.Τίποτα ψιθύρισα! και έτσι περνούσε ο καιρός μου. Έτρεχα και έπαιζα στις γειτονίες με άλλα παιδιά και γύριζα ιδρωμένη σπίτι. Την πεντηκοστή πια ήταν καλοκαίρι, ο ήλιος ανέβαινε ψηλά και άρχισε να κάνει ζέστη. Το γκριζογάλανο του ουρανού έπαιζε με το θαλασσί της θάλασσας και έκανε τα ασημένια ψάρια να χορεύουν πηδώντας ψηλά έξω από το νερό και με ένα σπλατς να βρίσκονται πάλι στην αγκαλιά του Αιγαίου, στο νησί της Λέσβου όπου ζω και μεγάλωσα.
Το πράσινο του νησιού μου έχει το χρώμα της ελιάς, πότε βαθύ σκούρο και πότε ανοιχτό γκριζοπράσινο που λάμπει στον ήλιο. Παντού μύριζαν βότανα, τα βουνά γεμάτα ρίγανη και μαντζουράνα. Στις αυλές ο σγουρός βασιλικός, οι μολόχες και το μελισόχορτο. Γαρύφαλλα για τους επαναστάτες και γιασεμιά για τους ερωτώμενους. Όλο το καλοκαίρι μέχρι της Παναγίας τον δεκαπενταύγουστο έφτιαχνα κολόνιες με τα εκατό φύλλα της τριανταφυλλιάς και ένιωθα σαν πριγκίπισσα. Ζούσαμε στην εξοχή, ο τεμπέλης ο τζίτζικας στο εξοχικό μας, δεν μας άφηνε να κλείσουμε μάτι το μεσημέρι, και τα τριζόνια την νύχτα με τα τραγούδια τους. Το βραδάκι αργά - αργά έκοβε βόλτες ο καμαρωτός μας σκαντζόχοιρος, πεινούσε βλέπεις. Όπου κάποια βραδιά που σηκώθηκα την νύχτα τον πάτησα, τα γυμνά μου πόδια γέμισαν αγκάθια. Τι πόνος κι αυτός! Μην πατάς ξυπόλυτη φώναξε η μαμά μου αυστηρά! Παρόλο που φώτιζε το φεγγάρι, δεν τον πρόσεξα. Απάντησα με κλάματα. Τι λαχτάρα κι αυτή!Γέμισα αναμνήσεις!Σε τι όμορφη χώρα Θεέ μου που ζω!Η Ελλάδα με τα ακρογιάλια της και τα ψηλά βουνά, τον καθάριο ουρανό, τις θάλασσες και τα ψηλά καμπαναριά, τα άσπρα ξωκλήσια της που λες και φυτρώνουν σαν μανιτάρια στις κορυφές των βουνών. Πάντα πίστευα ότι θα δω να ξεπροβάλλει ο προφήτης Ηλίας με την πύρινη άμαξα του και κρυβόμουν στα φουστάνια της μαμάς μου. Ο "Σουφας" ήταν το τραπέζι του εξοχικού μας, στολισμένος με κόκκινο καρό τραπεζομάντηλο και φορτωμένος με λογιών - λογιών φαγητά, φτιαγμένα από τα χέρια της γιαγιάς. Ζυμωτό ψωμί, χωριάτικη ντοματοσαλάτα με τυρί φέτα, ελιές από τη μαμά και θαλασσινά από το γιαλό. Φρέσκα ψάρια, σαρδέλες ψητές από τον κόλπο της Γέρας. Νόστιμα καβούρια, χτένια , μύδια και καλόγνωμες που μαζεύαμε μόνοι μας βουτώντας στη θάλασσα και ολόφρεσκο χταπόδι ψημένο στα κάρβουνα.
Ο παππούς μου φορούσε βράκες, λεσβιακή ενδυμασία με γιλέκο και ζωνάρι, μας τραγουδούσε και έψελνε ύμνους. Πότε πότε σήκωνε το ποτήρι του με ούζο Μυτιλήνης για να μας χαιρετίσει. Ήξερε Βυζαντινές νότες και έπαιζε σαντούρι, τραγουδούσε και χόρευε ζεϊμπέκικα και ρεμπέτικα τραγούδια. Μαζί του έμαθα συρτάκι και ξυλάκια. Ήξερε και αμανέδες από τους πρόσφυγες που ήρθαν στο νησί μας από την Μικρά Ασία και μας μετέφεραν τον πολιτισμό τους. Ήμασταν πολύ ευτυχισμένοι! Και οι εποχές έτρεχαν σαν το κρύο νερό που έβγαζε το πηγάδι του περιβολιού μας. Σε αυτό το πηγάδι ρίχναμε το καλοκαίρι τα καρπούζια να κρυώσουν, δεν υπήρχε ψυγείο. Ο κυρ Μανώλης μας έφερνε πότε - πότε μια κολόνα πάγο. Παίρναμε και παγωτό χωνάκι από τον ίδιο, γύριζε με το ποδήλατο και φώναζε "έλα βρε κοριτσάκι να πάρεις παγωτάκι"τραγουδούσε και όλα τα παιδιά τρέχαμε κοντά του. Θυμάμαι ακόμα τον άσπρο σκούφο και την άσπρη ποδιά. Άλλος τρόπος ζωής, άλλα χρόνια...!Μόχθος πολύς, αγνότητα. Ο ένας ζούσε για τον άλλον, όλοι μαζί ενωμένοι στη λύπη και στη χαρά. Και ο Σεπτέμβρης δεν αργούσε να φανεί, τα σχολεία άνοιγαν, οι δάσκαλοι στις θέσεις τους. Τι όμορφα που ήταν. Το κουδουνάκι, οι ποδιές, τα μαθήματα, τα διαλείμματα. Η ιστορία και η μυθολογία της χώρας μας ήταν γεμάτοι ήρωες που ξεπροβάλλουν και μας μιλούν για τον πολιτισμό και τις δάφνες των προγόνων μας. Τα μαθηματικά, τα αρχαία, τα οικιακά, τα καλλιτεχνικά, την βυζαντινή μουσική και τα θαυμάσια ποιήματα της εκκλησίας μας, που δίδασκαν το δόγμα και το ήθος της χριστιανικής ψυχής. Αυτός είναι ο Έλληνας, έτσι μεγαλώσαμε. Αυτή είναι η ταυτότητά μας! Αυτά γυρεύει η ψυχή μου!Το φως και το αλάτι της γης. Αυτός είναι ο Έλληνας που κατοικεί στην Ελλάδα! Ναι! αυτός ο Έλληνας της Αυστραλίας, της Αμερικής, της Αργεντινής, της Αφρικής. Ο πατριώτης, ο δουλευτάρας, ο επιστήμων, ο εφευρέτης, ο ζωγράφος, ο γλύπτης, ο ηθοποιός, ο μουσικός και τόσοι άλλοι. Φιλότιμοι και έντιμοι άνθρωποι της χώρας μου, σας "πάω" σας πάω και εγώ πολύ, όπως έλεγε ο μακαριστός αρχιεπίσκοπος μας Χριστόδουλος. και έπειτα για να μην ξεχαστούμε, να σου και ο χειμώνας. Το φθινόπωρο τελείωσε, τα φύλλα έπεσαν, το κρύο και η παγωνιά έφτασαν. Οι θύελλες και οι βοριάδες ανέβαζαν τα μποφόρ στο Αιγαίο που λες και θύμωνε και τα έβαζε με τους ντόπιους. Αποκλεισμός, εμπορεύματα και καράβια δεν έρχονταν για μέρες. Οι βάρκες δένονταν έξω στη προβλήτα για να μην τις σκεπάσουν τα κύματα. Τα τζάκια έκαιγαν και οι σόμπες πετρελαίου γέμιζαν στάχτες το σπίτι μας, που άρχισε να νοικοκυρεύετε και να στολίζετε για την μεγάλη γιορτή των Χριστουγέννων. Μπήκε ο Δεκέμβρης, πορτοκάλια και μανταρίνια στα ράφια των μανάβικων. Τα πράσα, τα κουνουπίδια, λάχανα και μαρούλια μαρτυρούσαν την εποχή. Ήρθε η γιορτή του Αγίου Νικολάου, η θάλασσα ηρέμησε, έγινε η λιτανεία του Αγίου, την τίμησε το Ναυτικό μας. Τα καράβια έφευγαν πάλι, η αγορά γέμισε καλούδια. Τα καράβια μας πάντα χαιρετάνε με σφύριγμα τους δυο Ταξιάρχες, Μιχαήλ και Γαβριήλ, όταν έρχονται και όταν φεύγουν από το νησί μας. Και η γιαγιά που έβλεπε από μακρυά την θάλασσα, άφηνε το πλεκτό της και φώναζε στο καράβι. Στο καλό! Στο καλό να πας! Χαιρετίσματα στους ξενιτεμένους μας. Είχε γιο στη Αθήνα και τον ένοιωθε μακρυά. Και η Σαπφώ, το αγαπημένο μας καράβι, λες και την άκουγε, χτυπούσε την μπουρού. Μπου! Βου! Μπου! Μαύρος καπνός γέμιζε τον ορίζοντα. Πω! πω! αναμνήσεις!ξεσηκώνουν το είναι μου και γεμίζουν δάκρυα τα μαύρα σαν ροπάδες τα μάτια μου. Ο γνωστός μου άργησε να έρθει, κι εγώ κλεισμένη στο μικρο αυτοκινητάκι μου βλέπω τα γυμνά δέντρα του χειμώνα που περιμένουν την άνοιξη. Ζητούν απεγνωσμένα την αναγέννηση και γονιμότητα της φύσης, όπως κάθε ψυχή που έχει φύγει από κοντά μας την Ανάσταση.
Η αναπνοή μου θάμπωσε τα τζάμια και τα πολύχρωμα φώτα που στόλισε ο Δήμαρχος μας για τα Χριστούγεννα, έμοιαζαν στα μάτια μου φωτεινές πυγολαμπίδες, νεραιδούλες και ξωτικά από τα χριστουγεννιάτικα παραμύθια μας. Γεμάτα καλικάντζαρους, φωτεινά αστέρια, παγωμένες νυφάδες χιονιού και έλκηθρα. Στο σπίτι μου με περίμεναν φρεσκοψημένα μελομακάρονα με μπόλικο μέλι καρύδια και σταφίδες και κουραμπιέδες με λίγο ζεστό τσάι από βότανα. Άκουσα την κοιλιά μου να γουργουρίζει και ντράπηκα. Εγώ έχω να φάω σκέφτηκα, αυτό θέλω όμως και για όλους του ανθρώπους της γης. Θέλω σπίτι για κάθε άστεγο στην πατρίδα μου. και εργασία για όλους. Θέλω γιατρούς για τους άρρωστους και φάρμακα. Τέρμα πια ο πόνος αυτής της χώρας. Θέλω τα Χριστούγεννα να γιορταστούν από όλους σε κάθε σπίτι. Θέλω χαρά! Θέλω ήθη κ έθιμα, θέλω πίστη και ζωή, αγάπη και αλληλεγγύη, χέρια πιασμένα όλα μαζί, μια γροθιά, ενωμένοι όπως παλιά. - Μαρία! Μαρία άκουσα τη φωνή του Νίκου, είσαι καλά? Γέλασα, ήταν σαν να ξυπνούσα από ένα γλυκό ύπνο, γεμάτο αναμνήσεις και προσδοκίες. Ελπίδα, όραμα και συνέχεια πάνω σε αυτόν τον πλανήτη και στην όμορφη Ελλάδα που ζούμε...
Για το SugarMama,
Διήγημα από την Μαρία Στρατήλα