Kαθισμένος στο μιντέρι* σταυροπόδι, χαιρετώ την αφεντιά σας! Αρχή του παραμυθιού καλησπέρα σας!
Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας βασιλιάς με τη γυναίκα του και είχαν ένα κοριτσάκι πολύ όμορφο και καλόκαρδο. Ζούσανε καλά μέχρι που ήρθε μια εποχή και η γυναίκα πέθανε. Ο βασιλιάς ξαναπαντρεύτηκε. Η δεύτερη γυναίκα έκανε κι αυτή μια κόρη που ήταν όμως κακιά, ζηλιάρα, είχε χίλια δυο κουσούρια. Ζήλευε τη μεγάλη και ήθελε να τη διώξει από το σπίτι. Σκέφτηκε τότε η βασίλισσα και φωνάζει το καλό κορίτσι και του λέει:
— Θα πας στο δάσος, να φέρεις το σάτσι* της δρακόντισσας για να κάνουμε πίτες. Σκεφτόταν έτσι πως το κορίτσι δε θα έβρισκε το δρόμο να γυρίσει πίσω και θα το έτρωγαν τα άγρια θηρία.
Η κοπέλα όμως ήταν καλός άνθρωπος, έκαμε το σταυρό της και πήρε το δρόμο για το δάσος. Εκεί συναντά ένα γιασεμί.
— Θα μου ρίξεις έναν κουβά νερό που διψάω; της λέει το γιασεμί.
— Τρεις κουβάδες θα σου ρίξω, όχι έναν, αποκρίθηκε το κορίτσι.
Ρίχνει τρεις κουβάδες νερό στο γιασεμί κι εκείνο της ευχήθηκε:
— Όπως μοσχομυρίζουν τα γιασεμάκια μου, έτσι να μοσχομυρίζεις κι εσύ.
Πάει παραπέρα και συναντά μια ροδιά και της λέει η ροδιά:
— Θα μου ρίξεις έναν κουβά νερό που διψάω;
— Τρεις κουβάδες θα σου ρίξω, όχι έναν, είπε το κορίτσι.
Της ρίχνει λοιπόν τρεις κουβάδες νερό.
— Όπως είναι τα ρόδια μου κόκκινα, έτσι κόκκινα να γίνουν τα μαγουλάκια σου, της ευχήθηκε η ροδιά.
Πάει παραπέρα, βρίσκει μια χαρουπιά, της λέει η χαρουπιά:
— Θα μου ρίξεις έναν κουβά νερό που διψάω;
— Τρεις κουβάδες θα σου ρίξω, όχι έναν.
Ρίχνει νερό και στη χαρουπιά κι αυτή της λέει:
— Όπως είναι τα χαρουπάκια μου μαύρα, έτσι μαύρα να γίνουν και τα ματάκια σου, τα φρυδάκια σου και τα τσίνορά* σου.
Φεύγει η κοπέλα, φτάνει στο σπίτι της δρακόντισσας και χτυπάει την πόρτα. Βγαίνει η δρακόντισσα και τη ρωτάει:
— Τι θέλεις;
— Με έστειλε η βασίλισσα να μου δώσεις το σάτσι σου, να κάνουμε πίτες.
— Εντάξει, λέει η δρακόντισσα, αλλά πρώτα έχω κι εγώ μια απαίτηση, να μου σιάξεις το σπίτι, να το ασπρίσεις, να το συγυρίσεις και μετά να ζυμώσεις.
— Εντάξει, της λέει η κοπέλα.
Ζυμώνει, μαγειρεύει, φτιάχνει το σπίτι, το έκαμε να αστράφτει. Η δρακόντισσα ευχαριστήθηκε. Παίρνει λοιπόν την κοπέλα, την πάει σ' ένα ξεροπήγαδο και της λέει:
— Κατέβα κάτω.
Κατεβαίνει εκείνη και η δρακόντισσα λέει στο ξεροπήγαδο:
— Πηγάδι, πηγαδάκι μου, ό,τι χρυσό, ό,τι ωραίο έχεις μέσα, να της το φορέσεις.
Βγαίνει η βασιλοπούλα ντυμένη στα χρυσά, κούκλα. Έπειτα παίρνει το σάτσι, χαιρετά τη δρακόντισσα και φεύγει. Στο δρόμο δίψασε. Βρίσκει μια λιμνούλα, σκύβει να πιει και κατά λάθος τής φεύγει το ένα παντοφλάκι και πέφτει στη λιμνούλα. Προσπάθησε να το πιάσει, όμως δεν τα κατάφερε. Φεύγει λοιπόν και πάει στο σπίτι. Όταν έφτασε, η αδελφή της ζήλεψε πολύ και είπε:
— Κοίτα πώς ήρθε, στα χρυσά ντυμένη!
Της λέει η μάνα της:
— Μη στενοχωριέσαι, θα κάνω τις πίτες και θα σε στείλω στη δρακόντισσα, να της πας το σάτσι και να την ευχαριστήσεις.
Πράγματι την έντυσε, πήρε το σάτσι και πάει. Στο δρόμο συναντά κι αυτή το γιασεμί που της είπε:
— Κόρη μου, ρίξε μου έναν κουβά νερό που διψάω.
— Τι λες καλέ, υπηρέτριά σου είμαι; λέει εκείνη.
Τότε της λέει το γιασεμάκι:
— Καλά, όσο άσχημη είσαι, άλλο τόσο άσχημη να γίνεις.
Φεύγει από εκεί και πάει στη ροδιά.
— Κόρη μου, της λέει η ροδιά, ρίξε μου έναν κουβά νερό, που διψάω.
— Όχι, δεν είμαι υπηρέτριά σου, της απαντά εκείνη.
Τότε της λέει η ροδιά:
— Όπως είναι κόκκινα τα ροδάκια μου, εσύ να γίνεις κίτρινη.
Φεύγει από εκεί, πάει στη χαρουπιά:
— Κόρη μου, της λέει η χαρουπιά, θα μου ρίξεις λίγο νερό, που διψάω;
— Δεν είμαι υπηρέτριά σου, να σου ρίξω νερό.
Τότε η χαρουπιά τής λέει:
— Όπως είναι τα χαρουπάκια μου καμπούρικα, να γίνεις κι εσύ καμπούρα.
Πάει στη δρακόντισσα.
— Ορίστε, της λέει, μου είπε η μαμά μου να σας φέρω το σάτσι σας.
— Θα το πάρω, αλλά πρώτα θα μου συγυρίσεις το σπίτι.
— Όχι, λέει εκείνη, εγώ δεν έρχομαι να κάνω τέτοιες δουλειές.
— Ωραία, της λέει η δρακόντισσα, έλα τότε στο πηγαδάκι.
Και λέει στο πηγαδάκι:
— Πηγάδι, πηγαδάκι μου, ό,τι κοπριές έχεις, λούσε την. Και το πηγαδάκι την έλουσε με αυτά.
Βγαίνει αυτή έξω, φεύγει κακοκαρδισμένη, πάει στη μάνα της και της λέει:
Εικόνα— Κοίταξε να δεις πώς ήρθα.
— Μη στενοχωριέσαι, της λέει εκείνη, εγώ θα σε λούσω και θα πάρουμε της αδελφής σου τα ρούχα και θα σ' τα βάλω.
Ας αφήσουμε τώρα τα δυο κορίτσια και ας πάμε στο βασιλόπουλο ενός γειτονικού μέρους. Αυτό είχε βάλει τελάλη ότι ήθελε να παντρευτεί. Μια μέρα πήγε στη λιμνούλα να ποτίσει το άλογό του και αυτό φοβόταν και δεν ήθελε με κανένα τρόπο να πιει νερό. Το βασιλόπουλο κατάλαβε πως κάτι θα 'βλεπε και φοβόταν. Σκύβει και καθώς κοίταξε μέσα, είδε στον πάτο ένα παπούτσι που άστραφτε τόσο πολύ, που η λάμψη του φόβιζε το άλογο. Το τραβάει έξω και βάζει τον τελάλη και λέει:
— Όποιας είναι το παπούτσι, θα της το δώσω και θα την πάρω γυναίκα μου.
Μόλις το άκουσε η μητριά έκλεισε το καλό κορίτσι στο κοφίνι*, πήρε τα χρυσά ρούχα και τα έβαλε στη δική της κόρη. Έφτασε και η σειρά τους να πάει το βασιλόπουλο στο σπίτι τους και του λέει η μητριά:
— Της κόρης μου είναι τα ρούχα και τα παπούτσια, αυτή θα πάρεις γυναίκα.
Δεν του πολυάρεσε του βασιλιά αλλά τι να κάνει; Εκεί που καθόταν πάνω στο κοφίνι, τον τσιμπούσανε. Γιατί το καλό κορίτσι, πριν το κρύψουν στο κοφίνι, είχε πάρει μια βελόνα και με αυτήν κένταγε το βασιλόπουλο.
— Μα, τι έχει εδώ κάτω και με τσιμπάει; ρώτησε το βασιλόπουλο.
— Κλώσα, βασιλόπουλό μου, είναι, του λένε.
Αυτός όμως δε χάνει καιρό και σηκώνει το κοφίνι και από κάτω βγαίνει μια ωραιότατη κοπέλα. Της βάζει το παντόφλι και της ήρθε ίσα ίσα.
— Αυτή είναι η γυναίκα που θα πάρω, λέει το βασιλόπουλο.
Και παντρεύτηκαν και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Λαϊκό παραμύθι των Μικρασιατών Ελλήνων
από την Ν. Αλικαρνασσό της Κρήτης