Η αποβολή αφορά την αυτόματη διακοπή κύησης και απώλεια του παιδιού πριν από την 20η εβδομάδα. Συμβαίνει σε ποσοστό 12-15% σε περιπτώσεις που έχει γίνει διάγνωση της εγκυμοσύνης. Εξίσου σημαντικό, όμως, είναι και το ποσοστό των αποβολών σε περιπτώσεις μη διαγνωσμένης εγκυμοσύνης, όπου αγγίζει το 50%.
Έχουν καταγραφεί ορισμένοι παράγοντες κινδύνου, που σχετίζονται με την αποβολή. Ένας απ'αυτούς είναι η προχωρημένη ηλικία της εγκύου. Όσο μεγαλύτερη η υποψήφια, τόσες περισσότερες πιθανότητες υπάρχουν. Επίσης, βιολογικοί παράγοντες, όπως χρωμοσωμιακές ανωμαλίες, ενδοκρινολογικές, ανατομικές, ανοσολογικές ή μικροβιολογικές παθήσεις (πχ: διαβήτης, ανευπλοειδία). Σημασία έχουν και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες, όπως είναι τα αγχογόνα ή τα δυσάρεστα γεγονότα καθώς και η έκθεση σε τοξίνες (πχ:κάπνισμα). Ένας παράγοντας που θεωρείται συχνά επιβαρυντικός, χωρίς αυτό να ισχύει, είναι η σειρά κύησης (1η, 2η κτλ.). Παρόλα που οι γνωστοί επιβαρυντικοί παράγοντες είναι αρκετοί, σε ορισμένες περιπτώσεις τα αίτια της αποβολής δεν μπορούν να διακριθούν.
Η αποβολή αντιμετωπίζεται ως μια σημαντική απώλεια, η οποία περιέχει ένα σύνολο μικρότερων απωλειών. Ένα κομμάτι αφορά την απώλεια του παιδιού που θα γεννιόταν και των ονείρων, προσδοκιών και επιθυμιών που σχετίζονταν με αυτή τη γέννηση. Επίσης, είναι ένα απροσδόκητο γεγονός (η γυναίκα σε ελάχιστες περιπτώσεις είναι προετοιμασμένη για μια αποβολή), το οποίο αντιστρέφει τον ατομικό και οικογενειακό προγραμματισμό σε μεγάλο βαθμό. Παράλληλα, ο σωματικός πόνος που συνυπάρχει, καθώς και η εικόνα του αίματος, που συνήθως μένει χαραγμένη στη μνήμη, δυσκολεύουν ακόμα περισσότερο την προσπάθεια. Παρόλο, που υπάρχει η δυνατότητα μιας νέας σύλληψης (συνήθως έπειτα από ένα μικρό χρονικό διάστημα), το γεγονός της αποβολής είναι αυτό καθαυτό μη αναστρέψιμο. Παράλληλα, ενεργοποιεί το άγχος μιας επόμενης αποβολής και αδυναμίας ολοκλήρωσης των σταδίων μιας φυσιολογικής εγκυμοσύνης. Αυτό επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό και την αυτοεκτίμηση της γυναίκας, καθώς στην κοινωνία μας η ολοκλήρωση του γυναικείου ρόλου προϋποθέτει και την απόκτηση τέκνων. Όπως υπάρχει ο κοινωνικός στιγματισμός (κοινωνικός ρατσισμός) για τις ανύπαντρες γυναίκες, παρόμοια λειτουργεί και για μια άτεκνη σύζυγο.
Δυστυχώς, συνήθως δε δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην γυναίκα που έχει βιώσει μια αποβολή, καθώς δεν υπάρχει επαρκής ενημέρωση του κοινού (ακόμα και κάποιων ειδικών), σχετικά με τις συνέπειές της στην ψυχοσωματική υγεία της. Παράλληλα, επειδή η απώλεια ως έννοια δυσκολεύει σε μεγάλο βαθμό αρκετούς ανθρώπους, προτιμούν να μη συζητούν καθόλου αυτό το θέμα και να το αποφεύγουν. Επίσης, ο κοινωνικός περίγυρος με την σκέψη ότι θα έρθει μια νέα εγκυμοσύνη, περιμένει από τη γυναίκα να πενθήσει την απώλεια σύντομα και όχι έντονα.
Η αντίδραση της γυναίκας στο γεγονός της αποβολής ποικίλλει διατομικά και εξαρτάται από πληθώρα παραγόντων. Ένας απ'αυτούς είναι η αντιλήψεις της για την εγκυμοσύνη και την απώλεια, ο βαθμός του δεσμού που είχε δημιουργηθεί αλλά και ψυχοκοινωνικοί παράγοντες, όπως η ύπαρξη ή η απουσία υποστηρικτικού περιβάλλοντος και η κουλτούρα της περιοχής που ζει. Οι πιο συνηθισμένες ψυχολογικές επιπτώσεις είναι η άρνηση του γεγονότος, η απογοήτευση και ο θυμός, το αίσθημα της απώλειας ελέγχου, συναισθήματα ανεπάρκειας, η αυτομομφή, ο φόβος και η θλίψη.
Η αποβολή και οι ψυχολογικές επιπτώσεις της στη γυναίκα αποτελούν παράγοντα κινδυνου για την εκδήλωση ψυχικών διαταραχών. Στο διάστημα των πρώτων έξι μηνών μετά από αυτή οι γυναίκες παρουσιάζουν 2,5 φορές περισσότερες πιθανότητες να εμφανίσουν συμπτώματα μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής απ'ότι αυτές του γενικού πληθυσμού. Μάλιστα, το ποσό αυτό διπλασιάζεται για τις άτεκνες. Αντίστοιχες είναι και οι πιθανότητες στο ίδιο διάστημα να εμφανίσουν επεισόδια δυσθυμίας (ήπια μορφή κατάθλιψης). Παράλληλα, η αποβολή αποτελεί παράγοντα κινδύνου και για αγχώδεις διαταραχές. Πάλι για το διάστημα των πρώτων έξι μηνών, υπάρχουν οχταπλάσιες πιθανότητες να παρουσιαστούν συμπτώματα ψυχαναγκαστικής-καταναγκαστικής διαταραχής (πχ: έμμονες ιδέεες, ψυχαναγκασμοί). Επίσης, παρατηρείται αυξημένος κίνδυνος και για διαταραχή ματατραυματικού άγχους. Αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές φορές συναντάται συνοσηρότητα κατάθλιψης και αγχωδών διατααραχών.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι οι γυναίκες που βιώνουν το γεγονός της αποβολής χρειάζονται την κατάλληλη υποστήριξη από το περιβάλλον τους για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις σωματικές, κοινωνικές και ψυχικές επιπτώσεις της και να μπορέσουν με μεγαλύτερη ευκολία και αυτοπεποίθηση να κάνουν μια νέα προσπάθεια για την απόκτηση ενός παιδιού.
Συντάκτης: Μηλιόρδου Χρυσή (Ψυχολόγος , Μ.Sc.)