Αθήνα, Μάρτιος 2004
Φωτεινή Στεργιοπούλου, νομικός
Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ το 1989, τέθηκε σε ισχύ στις 2 Σεπτεμβρίου του 1990, αποτελεί ένα θεμελιώδες κείμενο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων της παιδικής ηλικίας με παγκόσμια, θεωρητικά τουλάχιστον, εμβέλεια, αφού έχει κυρωθεί από το σύνολο σχεδόν της Διεθνούς Κοινότητας (191 χώρες, πλην ΗΠΑ και Σομαλίας).
Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για την εφαρμογή της, αφού στην πραγματικότητα δε εφαρμόζεται, παρά την κύρωσή της, στις περισσότερες χώρες του κόσμου, τις χώρες του τρίτου κόσμου, στις αναπτυσσόμενες, αλλά ακόμη και σε χώρες του Δυτικού κόσμου, σε μεγαλύτερο ή σε μικρότερο βαθμό.
Η Σύμβαση αποτελεί ένα πλαίσιο πολιτικών σχεδιασμών και νομοθετικών κατευθύνσεων, που υποχρεούνται να εφαρμόσουν τα κράτη που την έχουν κυρώσει.
Η χώρα μας κύρωσε την ΔΣΔΠ με το νόμο 2101/1992 (ΦΕΚ Α' 192/2.12.92) και από την χρονολογία της δημοσίευσής του (2.12.1992) αρχίζει και η ισχύς της Σύμβασης.
Η Σύμβαση που αποτελεί ένα από τα βασικά κείμενα διεθνούς προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου, κατοχυρώνει τα ατομικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά δικαιώματα του παιδιού, διαμορφώνοντας έτσι μια ολοκληρωμένη ασπίδα προστασίας σε όλα τα πεδία.
Σημειωτέον ότι η εφαρμογή της ΔΣΔΠ από τα ελληνικά κρατικά όργανα εκτείνεται και στους αλλοδαπούς χωρίς να απαιτείται η συνδρομή του όρου αμοιβαιότητας, επειδή πρόκειται για θέματα προστασίας ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Το παιδί, ως ιδιαίτερα ευάλωτο, είναι σε διεθνές επίπεδο αντικείμενο ευρύτατης σεξουαλικής και οικονομικής εκμετάλλευσης. Η ΔΣΔΠ προβλέπει τις μορφές αυτές εκμετάλλευσης της παιδικής ηλικίας και με ειδικές διατάξεις αποσκοπεί στην προστασία του παιδιού από τις ακραίες αυτές μορφές βίας.
Ειδικότερα, το άρθρο 34 της Σύμβασης, με τον τίτλο «Προστασία από την σεξουαλική εκμετάλλευση και βία» επιβάλλει στα κράτη την υποχρέωση να προστατεύσουν το παιδί από κάθε μορφή σεξουαλικής εκμετάλλευσης και σεξουαλικής βίας.
Τα κράτη είναι υποχρεωμένα να πάρουν μέτρα σε εθνικό, διμερές και πολυμερές επίπεδο, προκειμένου να εμποδίσουν:
α) την παρακίνηση ή τον εξαναγκασμό των παιδιών σε παράνομη σεξουαλική δραστηριότητα,
β) την εκμετάλλευση των παιδιών για πορνεία ή για άλλες παράνομες σεξουαλικές δραστηριότητες και
γ) την εκμετάλλευση των παιδιών για την παραγωγή θεαμάτων και υλικού πορνογραφικού χαρακτήρα.
Η διάταξη αναφέρεται σε παράνομες σεξουαλικές πράξεις, πράγμα που σημαίνει ότι ο εθνικός νομοθέτης κάθε κράτους μπορεί να επιτρέπει την παρακίνηση των παιδιών σε «νόμιμες» σεξουαλικές δραστηριότητες, όπως κυρίως εκείνες που τελούνται στα πλαίσια νομίμου γάμου, καθώς και την εκμετάλλευση των παιδιών για «θεμιτές» σεξουαλικές δραστηριότητες. Αφήνει δηλαδή στον εθνικό νομοθέτη, (δυστυχώς), ένα παράθυρο για να επιτρέπει περιπτώσεις νόμιμης σεξουαλικής εκμετάλλευσης παιδιών, με την συναίνεσή τους και εφ' όσον έχουν ηλικία σεξουαλικής αυτοδιάθεσης.
Η απαρίθμηση είναι ενδεικτική, υπό την έννοια ότι καλύπτει τις κυριότερες και πιο διαδεδομένες μορφές σεξουαλικής βίας κατά των παιδιών, ενώ ως σεξουαλική εκμετάλλευση νοείται η χρήση παιδιών για την ικανοποίηση σεξουαλικών αναγκών άλλων, είτε αυτή αποσκοπεί στον προσπορισμό κέρδους, είτε όχι.
Σε διεθνές επίπεδο, σχετικές διατάξεις με αυτή του άρθρου 35 ΔΣΔΠ περιλαμβάνει η Σύμβαση της Γενεύης περί καταστολής της σωματεμπορίας γυναικών και παιδιών (30.9.1921) και η Σύμβαση της Γενεύης περί της καταστολής της κυκλοφορίας και του εμπορίου των ασέμνων δημοσιευμάτων (12.9.1923) τις οποίες έχει κυρώσει η Ελλάδα.
Στην Ελληνική έννομη τάξη, η παιδική ηλικία δεν προστατεύεται ως αυτοτελές έννομο αγαθό σε ένα ενιαίο νομοθέτημα. Ούτε ο Ελληνικό Ποινικός Κώδικας περιλαμβάνει τα εγκλήματα κατά των παιδιών σε ειδικό κεφάλαιο, αλλά σε διάφορες διατάξεις διασπαρμένες στα άρθρα του Π.Κ. Ειδικότερα σε αντιστοιχία με τις επιταγές του ΔΣ το άρθρο 339 του Π.Κ. προβλέπει την αποπλάνηση ανηλίκου και τιμωρεί όποιον ενεργεί ασελγή πράξη με ανήλικο νεώτερο των 15 ετών ή τον παραπλανεί, με αποτέλεσμα να ενεργήσει ή να υποστεί τέτοια πράξη, με ποινές κάθειρξης ή φυλάκισης, ανάλογα με την ηλικία του ανηλίκου.
Η ποινική δίωξη δεν ασκείται ή αν τυχόν έχει ασκηθεί δεν συνεχίζεται, αν μεταξύ των υπαιτίων και του παθόντος τελεσθεί γάμος, έστω και άκυρος. Σημειώνεται ότι σύμφωνα με το άρθρο 1350 παρ. 2 του Αστικού Κώδικα (Α.Κ.) η σύναψη γάμου μεταξύ προσώπων νεοτέρων των 18 ετών, επιτρέπεται μόνο κατόπιν αδείας του δικαστηρίου, εάν η τέλεσή του επιβάλλεται από σπουδαίο λόγο και οι περιπτώσεις αυτές κατά κανόνα θεωρούνται από τα δικαστήρια σπουδαίος λόγος.
Κατά τρόπο περίεργο, το άρθρο 347 του Π.Κ. τιμωρεί την αποπλάνηση σε παρά φύσει ασέλγεια μεταξύ αρρένων, όταν ο δράστης είναι ενήλικος και ο παθών είναι νεώτερος των 17 ετών! Φαίνεται, ότι ο νομοθέτης θεωρεί τα αγόρια πιο ευάλωτα ή τέλος πάντων πιο ανώριμα από τα κορίτσια, ή ενστερνίζεται τη λαϊκή πεποίθηση ότι «στο κάτω-κάτω είναι κάτι φυσικό» (για τις γυναίκες)!
Για τον νομικό κόσμο όμως, η διάκριση αυτή είναι αναμφίβολα αντισυνταγματική και απαιτείται άμεσα να αρθεί.
Το άρθρο 342 του Π.Κ. τιμωρεί ειδικότερα επίσης την κατάχρηση ανηλίκων σε ασέλγεια, όταν ο δράστης είναι ανιών εξ αγχιστείας ή θετός γονέας ή επίτροπος ή επιμελητής ή κάθε είδους ανατροφείς που έχουν τη επιμέλεια ανηλίκων, ακόμα οι δάσκαλοι, παιδαγωγοί και κληρικοί, καθώς και οι υπηρέτες και συγκάτοικοι και κάθε άλλος που του έχουν εμπιστευθεί τον ανήλικο για να τον επιβλέπει ή φυλάσσει έστω και προσωρινά.
Η αιμομιξία, δηλαδή η συνουσία μεταξύ συγγενών εξ αίματος καθώς και η ασέλγεια μεταξύ συγγενών, τιμωρούνται με τις γενικές διατάξεις των άρθρων 345 – 346 του Π.Κ. όσον αφορά τον δράστη ανιόντα, ενώ οι συγγενείς κατιούσας γραμμής μπορούν να απαλλαγούν από κάθε ποινή εάν κατά τον χρόνο της πράξης δεν είχαν συμπληρώσει το 17 έτος της ηλικίας τους.
Την προστασία των παιδιών από ενδοοικογενειακές και ενδοοικιακές σεξουαλικές πράξεις, επιβάλλει ειδικότερα και το άρθρο 19 της Σύμβασης μαζί με γενικότερα μέτρα για προστασία από βία, εγκατάλειψη και εκμετάλλευση.
Οι διατάξεις για την καταστολή της παιδικής πορνείας δεν συνιστούν αντικείμενο ιδιαίτερης ρύθμισης από τον Π.Κ. αλλά περιλαμβάνονται μέσα στις γενικές διατάξεις περί μαστροπείας (άρθρο 349 Π.Κ.) και σωματεμπορίας (άρθρο 351) όπως τροποποιήθηκαν από το Νόμο 3064/2002. Οι προηγούμενες διατάξεις δεν απέδιδαν στα εγκλήματα αυτά κατά των παιδιών ιδιαίτερη βαρύτητα. Τα χαρακτήριζαν πλημμελήματα με φυλάκιση μέχρι τριών ετών και με περιορισμένη χρηματική ποινή. Με την τροποποίηση όμως του 2002 τα εγκλήματα αυτά χαρακτηρίζονται κακουργήματα και επισύρουν ποινή κάθειρξης. Ειδικότερα η μαστροπεία, δηλαδή η εξώθηση ή προαγωγή ανηλίκων στην πορνεία ή η υπόθαλψη ή διευκόλυνση της πορνείας ανηλίκων, για την εξυπηρέτηση της ακολασίας άλλων, τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και με χρηματική ποινή 10.000 έως 50.000 Ευρώ.
Βαρύτερη ποινή προβλέπεται αν το έγκλημα τελείται εναντίον προσώπου νεώτερου των δεκαπέντε ετών, ή με ή με απατηλά μέσα ή από συγγενείς, σύζυγο, επίτροπο και πρόσωπο που έχει την ανατροφή, διδασκαλία ή επίβλεψη του ανηλίκου ή από υπάλληλο. (Κάθειρξη ή χρηματική ποινή από 10.000 έως 50.000 Ευρώ).
Η σωματεμπορία που στρέφεται κατά ανηλίκου τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή 50.000 έως 100.000 Ευρώ. Σωματεμπορία, κατά τη νέα διατύπωση του νόμου, τελεί όποιος με χρήση βίας, απειλής ή άλλου εξαναγκαστικού μέσου, ή την επιβολή, ή την κατάχρηση εξουσίας, προσλαμβάνει, μεταφέρει ή προωθεί εντός ή εκτός της επικράτειας, κατακρατεί, υποθάλπει, παραδίδει με ή χωρίς αντάλλαγμα σε άλλον ή παραλαμβάνει από άλλον πρόσωπα με σκοπό να προβεί ο ίδιος ή άλλος σε γενετήσια εκμετάλλευση. Καθώς όποιος αποσπά για τον ίδιο σκοπό την συναίνεση προσώπου με απατηλά μέσα, υποσχέσεις κ.λ.π.
Η νέα αυτή διατύπωση καλύπτει τις σύγχρονες μορφές σεξουαλικής εκμετάλλευσης , δηλαδή το trafficking και την σεξουαλική δουλεία.
Η παράγραφος 6 του άρθρου 351 ΠΚ ερμηνεύει την έννοια της σεξουαλικής εκμετάλλευσης ώστε να περιλάβει και την πορνογραφία, ορίζει δηλαδή ότι η γενετήσια εκμετάλλευση συνιστάται στην επιχείρηση από κερδοσκοπία οποιασδήποτε ασελγούς πράξης ή στην χρησιμοποίηση με κερδοσκοπία του σώματος, της φωνής ή της εικόνας προσώπου, για την πραγματική ή προσποιητή επιχείρηση τέτοιας πράξης ή για την παροχή εργασίας ή υπηρεσιών που αποσκοπούν στην γενετήσια διέγερση.
Ο νέος νόμος προβλέπει και ένα ακόμη έγκλημα κατά ανηλίκων, με την προσθήκη του άρθρου 351Α στον Π.Κ., την ασέλγεια με ανήλικο έναντι αμοιβής. Το έγκλημα συνίσταται σε ασελγή πράξη με ανήλικο που τελείται από ενήλικο με αμοιβή ή άλλα ανταλλάγματα ή μεταξύ ανηλίκων, που προκαλείται από ενήλικο κατά τον ίδιο τρόπο και τελείται ενώπιον αυτού ή άλλου ενηλίκου. Η πράξη τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή 100.000 έως 500.000 Ευρώ, αν ο παθών δεν συμπλήρωσε τα δέκα έτη, με κάθειρξη μέχρι 10 ετών ή χρηματική ποινή 50.000 ως 100.000 Ευρώ, αν συμπλήρωσε τα 10 όχι όμως και τα 15 έτη και με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 10.000 ως 50.000 Ευρώ αν έχει συμπληρώσει τα 15 έτη.
Επίσης ο νέος νόμος προβλέπει βαρύτερη ποινή (φυλάκιση) για την εν γνώσει προσβολή της αιδούς άλλου με ακόλαστη πράξη που επιχειρείται ενώπιόν του (αδίκημα που τιμωρεί το άρθρο 353 του Π.Κ.) όταν ο παθών είναι νεώτερος των 15 ετών.
Ειδική για τους ανήλικους πρόβλεψη περιλαμβάνει και το άρθρο 337 Π.Κ., το οποίο τιμωρεί με βαρύτερη ποινή (φυλάκιση 3 μηνών μέχρι 2 ετών) τον δράστη του εγκλήματος της προσβολής της γενετήσιας αξιοπρέπειας, αν ο παθών είναι νεώτερος των 12 ετών. Το έγκλημα αυτό τελείται όταν κάποιος, με ασελγείς χειρονομίες ή προτάσεις που αφορούν ασελγείς πράξεις προσβάλλει βάναυσα την αξιοπρέπεια άλλου στο πεδίο της γενετήσιας ζωής.
Η παιδική πορνογραφία –εκμετάλλευση ανηλίκων για την παραγωγή θεαμάτων ή υλικού πορνογραφικού χαρακτήρα - κατά την διατύπωση του άρθρου 34 της Σύμβασης δεν αντιμετωπίζονταν με ειδικές για τα παιδιά-θύματα διατάξεις από την ελληνική νομοθεσία.
Πριν από την ισχύ του Νόμου 3064/2002 για όλες τις περιπτώσεις παραγωγής, κατοχής, εισαγωγής και διακίνησης κάθε είδους υλικού που προσβάλλει την δημοσία αιδώ, ίσχυε ο γενικός νόμος 5060/1931, οποίος επιβάλλει ποινικές κυρώσεις, εφ' όσον το υλικό αυτό προορίζεται για εμπορία, διανομή ή δημόσια έκθεση.
΄Ηδη η ερμηνεία της σεξουαλικής εκμετάλλευσης, που όπως αναφέρθηκε παραπάνω προστέθηκε στο άρθρο 351 Π.Κ., μπορεί να υπαγάγει περιπτώσεις παραγωγής πορνογραφικού υλικού στην έννοια της σωματεμπορίας. Ειδικά όμως για την πορνογραφία ανηλίκων, με το Νόμο 3064/2002 προστέθηκε στον ΠΚ νέο άρθρο, το 348β, το οποίο τιμωρεί με φυλάκιση τουλάχιστον ενός έτους και χρηματική ποινή 10.000 έως 100.000 Ευρώ, όποιον από κερδοσκοπία παρασκευάζει, κατέχει, προμηθεύεται, αγοράζει, μεταφέρει, διακινεί, διαθέτει, πωλεί ή θέτει με οποιονδήποτε τρόπο σε κυκλοφορία πορνογραφικό υλικό, που συνίσταται στην περιγραφή, ή πραγματική ή εικονική αποτύπωση σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, του σώματος ανηλίκου, που αποσκοπεί στην γενετήσια διέγερση καθώς και η καταγραφή ή αποτύπωση σε οποιονδήποτε υλικό φορέα, πραγματικής, προσποιητής ή εικονικής ασελγούς πράξης που ενεργείται με τον ίδιο σκοπό από ή με ανήλικο
Η πράξη τιμωρείται με κάθειρξη μέχρι 10 ετών και χρηματική ποινή από 50.000 έως 100.000 Ευρώ εάν το πορνογραφικό υλικό συνδέεται με την εκμετάλλευση της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας, της κουφότητας ή της απειρίας ανηλίκου ή με την άσκηση σωματικής βίας κατ' αυτού. Εάν δε η πράξη είχε ως αποτέλεσμα την βαριά σωματική βλάβη του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη τουλάχιστον 10 ετών και χρηματική ποινή από 100.000 έως 500.000 Ευρώ.
Ο νόμος 3064/2002 προσάρμοσε τις διατάξεις του ποινικού κώδικα προς τις απαιτήσεις της Σύμβασης, στο νομοθετικό πεδίο.
Η αντιμετώπιση όμως της σημερινής πραγματικότητας των διεθνών κυκλωμάτων παιδικής πορνείας και πορνογραφίας, του διεθνούς παιδικού πορνοτουρισμού και της διεθνούς πορνικής αγοράς παιδιών – αγοριών και κοριτσιών, για να μη μιλήσουμε για δουλεμπόριο παιδιών για πορνική εκμετάλλευση, απαιτούν πολιτική βούληση, αποτελεσματικά μέτρα δίωξης των δραστών και προστασία των θυμάτων, τη λήψη σοβαρών μέτρων και την δημιουργία δομών και φορέων για την περίθαλψη, στήριξη και επανένταξή τους.